- κερόδετος
- κερό-δετος, ον,A bound with or made of horn,
τόξα E.Rh.33
(lyr.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τόξα E.Rh.33
(lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κερόδετος — κερόδετος, ον (Α) ο συνδεδεμένος, δηλ. κατασκευασμένος, από κέρατο («κερόδετα τόξα», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας + δετός (< δέω [ΙΙ] «δένω»), πρβλ. κηρό δετος, χρυσό δετος] … Dictionary of Greek
κερόδετα — κερόδετος bound with neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέρας — Οστεοειδής έκφυση στο κεφάλι διαφόρων θηλαστικών. Βλ. λ. κέρατα.(Γεωλ.) Κομμάτι του στερεού φλοιού του εδάφους, το οποίο απέμεινε ως προεξοχή όταν τα γύρω κομμάτια καταβυθίστηκαν. Τυπικό παράδειγμα γεωλογικού κ. είναι ο Ακροκόρινθος. Αν μόνο μία… … Dictionary of Greek